Σχολή Βυζαντινής Μουσικής

Σχολή Βυζαντινής Μουσικής

Βυζαντινή μουσική ονομάζεται ο γραπρός και έντεχνος ελληνικός μουσικός πολιτισμός, ο οποίος αναπτύχθηκε τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού. Διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: στην εκκλησιαστική μουσική που υπηρετεί την λατρευτική πράξη της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας και στη δημόδη ασματική παράδοση που έχει κοσμικό χαρακτήρα.

Από τα μέσα του 10ου αιώνα, περίπου, η Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική αποκτά ένα πλήρες και άρτιο γραφικό σύστημα (σημειογραφία) το οποίο την καθιστά το μακροβιώτερο μουσικό πολιτισμό, όσον αφορά την ομοιογένεια της γραπτής παράδοσής του. Από την άλλη, η χειρόγραφη παράδοση της δημοτικής μουσικής πρωτοεμφανίζεται τον 16ο αιώνα και πιό συστηματικα τον 19ο και 20ο αιώνα.

Η Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Μουσική έκφραση είναι η κλασσική ελληνική μουσική έκφραση, η οποία ως πρώτα σημάδια γραφής χρησημοποίησε τα σημάδια της προσωδίας της ελληνικής γλώσσας. Ως θεωρητικό μουσικό υπόβαθρο χρησιμοποίησε τα θεωρητικά δεδομένα της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Ως μέσο διάδοσης του “Θείου Λόγου” χρησιμοποίησε την ελληνική γλώσσα. Μέσα από τη μακρά περίοδο χιλίων και πλέον ετών, Έλληνες μουσικοδιδάσκαλοι, μελουργοί, πρωτοψάλτες, λαμπαδάριοι και κληρικοί διέδωσαν, διέσωσαν και εξέλιξαν τη μουσική αυτή κρατώντας αλώβητα όλα τα χαρακτηριστικά της ελληνικότητας αυτής της μουσικής.

Θεμελιώδη συστατικά της μελωδίας είναι οι φθόγγοι Πα, Βου, Γα, Δι, Κε, Ζω, Νη, οι χρόνοι που προσδιορίζουν τη διάρκεια των φθόγγων και η έκφραση που δείχνει την ποιοτική εκφορά των φθόγγων. Ο ήχος στην Βυζαντινή μουσική αποτελέι μία μουσικοποιητική ενότητα με συγκεκριμένο μελωδικό ηχόχρωμα, χαρακτηριστικές εκτάσεις φωνής, ιδιαίτερες φόρμουλες κι ξεχωριστές καταλήξεις. Το σύστημα της οκταηχίας βασίζεται στο τροπικό σύστημα της αρχαίας ελληνικής μουσικής και αποτελεί το κριτήριο ταξινόμησης των ύμνων της Εκκλησίας και ρύθμισης του λειτουργικού χρόνου.